ευρυκλύδων

ευρυκλύδων
εὐρυκλύδων, -ωνος, ὁ (Α)
1. σφοδρός άνεμος, ανεμοζάλη
2. ως κύριο όν. ὁ Εὐρυκλύδων
ο Τυφών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ-* + κλύδων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Εὐρυκλύδων — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλύδωνας — ο (AM κλύδων, ωνος, Μ και κλύδωνας και κλυδών, ῶνος) 1. κύμα 2. φουρτούνα, μεγάλη θαλασσοταραχή (α. «μή άποσπᾱσθαι ἀπὸ τῶν πετρῶν, ὅταν κλύδων ᾖ καὶ χειμών», Αριστοτ. β. «βοᾷ δὴ πόντιος κλύδων ξυμπίτνων στένει βυθός», Αισχύλ.) 3. πολιτική ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”